Κύρια σελίδα

Κύρια σελίδα

Με την απλούστερη χρήση του όρου, θα λέγαμε πως η ετερότητα αναφέρεται στις διαφορετικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται κάτι και αυτό το κάτι αναζητείται ώστε να χρησιμεύσει στην ονοματοδοσία της ετερότητας. Η ποικιλία των μορφών ζωής, γενικά, αλλά και των μορφών με τις οποίες εμφανίζεται ένα είδος ή μια υποκατηγορία, ειδικότερα, η πολιτισμική ποικιλία των ανθρώπινων ομάδων μέσα στην ιστορία, η πολλαπλότητα των γλωσσών, η ποικιλία των διαλέκτων και των κοινωνιολέκτων, των υφολογικών επιπέδων μιας γλώσσας (register), η πολλαπλότητα των εθνοτικών ομάδων και των κρατών είναι μερικά μόνο παραδείγματα ετερότητας. Ο ορισμός, ως εκ τούτου, της ετερότητας προϋποθέτει ένα κριτήριο η πλέγμα κριτηρίων κάθε φορά (Γκότοβος, 2001). Στον κόσμο του ανθρώπου μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρία επίπεδα ανάλυσης της ετερότητας: ατομικό, ομαδικό, διομαδικό. Αναφορικά δε προς τις πηγές της ιδίως στα πλαίσια του εκπαιδευτικού οργανισμού, όπου η ετερότητα αναδύεται από την ταυτότητα και την ενότητα, τρεις γενεσιουργοί παράγοντες της ετερότητας ταυτοποιούνται. Ο πρώτος πηγάζει από την ατομικότητα των παιδιών, η οποία δεν υπάγεται και δεν εξηγείται εξολοκλήρου με κοινωνικούς, πολιτισμικούς ή οικονομικούς όρους. Ο δεύτερος έχει τη βάση του στην κοινωνική διαφοροποίηση, στη διαφοροποίηση των κοινωνικών, μορφωτικών και επαγγελματικών δεικτών των μελών που συγκροτούν την εθνική κοινωνία, την κοινωνία αναφοράς των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων. Μια τρίτη γενεσιουργός αιτία προβάλλει στην επαφή της κοινωνίας και του κράτους με τις άλλες κοινωνίες, την υπαγωγή σε υπερεθνικούς θεσμούς και οργανισμούς και τη διεθνοποίηση σχέσεων και συνόρων (Γκότοβος, 2001). Η ετερότητα προσλαμβάνει διάφορες μορφές: εθνική, εθνοτική, θρησκευτική, γλωσσική, πολιτισμική, με κοινή σημασιοδότηση την αίσθηση του υποκειμένου ότι ανήκει σε μια συλλογικότητα, σε μια κοινότητα με κοινά ενοποιητικά χαρακτηριστικά. Οι δύο πρώτες μορφές ετερότητας (εθνική και εθνοτική) αφορούν την αίσθηση του υποκειμένου και του περιγύρου του ότι το εν λόγω υποκείμενο ανήκει σε διαφορετική συλλογικότητα (κράτος ή λαό και αντίστοιχα έθνος) από ότι ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού μιας χώρας. Η τρίτη μορφή ετερότητας αφορά στην ένταξη του υποκειμένου σε κάποια θρησκευτική κοινότητα. Η τέταρτη σχετίζεται με την ύπαρξη γλωσσικών κοινοτήτων διαφορετικών από τη δεσπόζουσα κοινότητα, η οποία χρησιμοποιεί την επίσημη, κυρίαρχη γλώσσα του κράτους, ενώ η πέμπτη δεν συνιστά ξεχωριστή κατηγορία ετερότητας, αλλά σχετίζεται κυρίως με τις διαφορετικές ικανότητες που απαιτούνται από το υποκείμενο για να λειτουργήσει κανονικά στις διάφορες επικοινωνιακές περιστάσεις και γενικότερα στην επικοινωνιακή αλληλεπίδραση σε σύγκριση με εκείνες που κατέχει ως αποτέλεσμα κοινωνικοποίησης σε έναν κοινωνικό χώρο διαφορετικό εν συγκρίσει προς αυτόν στον οποίο δραστηριοποιείται (Γκότοβος, 2002). Με τον όρο πολιτισμική ετερότητα παραπέμπουμε κατά βάση σε υπαρκτά ή λογιζόμενα ως υπαρκτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ατόμου που έχει από κοινού με άλλους και συγκεκριμένα με εκείνους που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με αυτή του υποκειμένου. Εξάλλου, στο βαθμό που οι εθνοτικοί, εθνικοί, γλωσσικοί, θρησκευτικοί προσδιορισμοί συγκροτούν πολιτισμικά στοιχεία, ο όρος πολιτισμική ετερότητα, ως διακριτή κατηγορία ετερότητας είναι προβληματικός, καθώς δεν αποτελεί καινούργια κατηγορία αλλά προσδιορίζει το πολιτισμικό περιεχόμενο των προαναφερθεισών (Γκότοβος, 2002). Η πολιτισμική ετερότητα επομένως είναι δυνατό να γεννηθεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος συναρτάται με την πληθυσμιακή σύνθεση μιας χώρας στα πλαίσια του σύγχρονου κράτους κατά τη στιγμή της εμφάνισής του στο ιστορικό προσκήνιο, ενώ ο δεύτερος αφορά την εισαγόμενη ετερότητα, τη διαφοροποίηση της πολιτισμικής σύνθεσης του πληθυσμού που κατοικεί στην επικράτεια ενός εθνικού κράτους εξαιτίας της εισέλευσης μεταναστών από επικράτειες άλλων κρατών (Γκότοβος, 2002). Ο Banks (2008) επισημαίνει πως η ετερότητα ως μορφή κοινωνικής αναφοράς συμπλέει με την ενότητα και η τελευταία στοιχίζεται πλάι της, καθόσον η μία δίχως την άλλη απολήγει σε ακραιότητες, με την ετερότητα δίχως την ενότητα να συνεπάγεται βαλκανιοποίηση και θρυμματισμό του έθνους-κράτους, ενώ και η ενότητα χωρίς ετερότητα επάγει την ηγεμόνευση και την καταπίεση. Ένα σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα έθνη-κράτη σε όλο τον κόσμο δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την προσέγγιση το τοπίου της διαπολιτισμικότητας και της ετερότητας είναι το πώς να αναγνωρίζουν και να νομιμοποιούν τη διαφορά και, ως εκ τούτου, να προωθούν την κατασκευή μιας επικρατούσας πολιτειακής ταυτότητας, όπου θα απηχείται η συνάρθρωση των φωνών, των εμπειριών, των ελπίδων και των ετερόκλητων ομάδων που τη χρωματίζουν και την συνθέτουν. Και αλλού συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως πολλές εθνοτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές ομάδες εμφανίζουν αδύναμες ταυτίσεις με τα έθνη-κράτη τους, λόγω της περιθωριοποιημένης θέσης που τα τελευταία τους επιφυλάσσουν, αλλά και επειδή δεν βλέπουν τις ελπίδες, τα όνειρά τους, τα οράματα και τη δυναμική που αναπτύσσουν να αντικαθρεφτίζεται στο κυρίαρχο κράτος, στο εκπαιδευτικό σύστημα και τα σχολεία, στα πανεπιστήμια και συνολικά στην κοινωνία που μετέχουν (Banks, 2008). Ο Δαμανάκης (1999, όπως αναφ. στο Σιμόπουλος, 2014) συμπορεύεται με τη θεώρηση αυτή όταν σημειώνει πως ακόμα και όταν αναγνωρίζεται η διαφορά, όταν δεν συγκαλύπτεται η ετερότητα, οι πολιτισμικοί «άλλοι» εντάσσονται σε ένα σχήμα κατωτερότητας και ρητής ή άρρητης υποτίμησης του πολιτισμικού τους κεφαλαίου, ενώ δεν αναγνωρίζονται οι ενδιάμεσοι πολιτισμοί που δημιουργούνται από την επαφή και την αλληλεπίδραση. Τότε είναι που ξεκινά το ταξίδι της, η προβολή του αρνητισμού και της άρνησης, με μία πληθώρα αμφιθυμικών συναισθημάτων να ξεπηδούν για να περιβάλλουν ?τον άλλο? και την ετερότητα. Ο ξένος, ο ανοίκειος, ο αποκλίνων, ο διαφορετικός είναι προϊόντα ενός αμυντικού μηχανισμού του εμείς το οποίο προβάλλει στον άλλο ό,τι κατώτερο, απειλητικό, ανεπιθύμητο και απαξιωτικό, αρνητικά δηλαδή, χαρακτηριστικά του εαυτού που απωθούνται στον άλλο. Η απροθυμία του εμείς να αναγνωρίσει έστω και ορισμένες ομοιότητες ή ταυτότητες με τον άλλο ουσιαστικά νομιμοποιεί την κυρίαρχη εθνικιστική ιδεολογία με έναν μη παραγωγικό τρόπο σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που αξιοποιεί τη διαφορετικότητα (Αρβανίτη, 2013). Ένα βήμα παραπέρα ο Δαμανάκης (2000) προβαίνει σε διάκριση τεσσάρων τύπων και, ως άμεσο συνεπαγόμενο, προσεγγίσεων της ετερότητας: η αφελής-καλοπροαίρετη διαπολιτισμική προσέγγιση της ετερότητας, η a priori δεδομένη και διατηρήσιμη ετερότητα, η εγωκεντρικά και εθνοκεντρικά διαγνωσμένη ετερότητα και η σχετικοποιημένη ετερότητα. Οι εκφραστές της πρώτης τάσης ωθούμενοι από ανθρωπιστικά κίνητρα και μια διάθεση για κοινωνική κριτική, και επικαλούμενοι τη διαφορετικότητα και το δικαίωμα στη διαφορετικότητα τάσσονται υπέρ των δικαιωμάτων των πολιτισμικά διαφορετικών ατόμων. Σε αυτή την τάση μπορούν να ενταχθούν κυρίως οι «διαπολιτισμικοί ακτιβιστές» που λειτουργούν ως συνήγοροι των πολιτισμικών μειονοτήτων, και δεν κατανοούν ότι με αυτό τον τρόπο γίνονται πάτρονες και ετεροπροσδιορίζουν εκείνους που υποτίθεται ότι πρέπει να έχουν δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό (Δαμανάκης, 2000). Στα πλαίσια της δεύτερης προσέγγισης η ετερότητα γίνεται ιδιαιτερότητα και ενδύεται μηχανισμούς ιδιαιτεροποίησης ή μειονοτικοποίησης. Και πάλι δε γίνεται σεβαστή και αποδεκτή, όχι όμως επειδή ο φορέας της εμμένει σ? αυτή, αλλά διότι χρησιμοποιείται από την κυρίαρχη ομάδα ως κριτήριο κατηγοριοποίησης και ιδιαίτερης αντιμετώπισης των φορέων της ιδιαιτερότητας. Έτσι, η πολιτισμική ιδιαιτερότητα ανάγεται σε κοινωνική κατηγορία, και θεωρείται a priori ως δεδομένη και διατηρήσιμη. Η διαδικασία της ιδιαιτεροποίησης μπορεί, επίσης, να οδηγήσει στον εγκλωβισμό των μελών που αυτοεντάσσονται στην «ιδιαίτερη ομάδα» είτε επειδή αυτά πρέπει να διατηρούν και να αποδεικνύουν κάθε φορά την ιδιαιτερότητά τους, προκειμένου να διαφυλάξουν τυχόν κεκτημένα δικαιώματα, είτε λόγω της αυτόματης κατηγοριοποίησής τους (από τον περίγυρο) και της ακούσιας ένταξής τους στην κάθε φορά «ιδιαίτερη ομάδα». Αυτός ο τρόπος κατανόησης της ετερότητας και ο αντίστοιχος τρόπος καλλιέργειας της πολιτισμικής διαφοράς μπορούν να λειτουργήσουν ως τροφοδότες του κοινωνικού ρατσισμού, και άρα να πετύχουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (Δαμανάκης, 2000). Σε αντίθεση με τους εκφραστές της δεύτερης τάσης, που θεωρούν την ετερότητα του «άλλου» ως a priori δεδομένη και διατηρήσιμη και δεν εμμένουν στην ανάλυση και κατανόησή της, οι εκφραστές της τρίτης προσέγγισης, της εθνοκεντρικής τάσης επιδιώκουν την ανάλυση και κατανόηση της ετερότητας του «άλλου», αλλά μένουν εγκλωβισμένοι σε μια εγώ- και εθνοκεντρική διάγνωση και κατανόηση αυτής της ετερότητας. Οι εθνοκεντρικές κατηγορίες του «εμείς» αποτελούν τη μήτρα πάνω στην οποία αναλύεται και ερμηνεύεται η ετερότητα των «άλλων» (Δαμανάκης, 2000). Στα πλαίσια της υποκειμενικά ή εγωκεντρικά διαγνωσμένης ετερότητας ο «άλλος» δεν αποτελεί ετερότητα, δηλαδή κάτι το διαφορετικό από εμένα, αλλά μία άλλη ταυτότητα που μπορεί να ερμηνευθεί με βάση τα δικά μου κριτήρια σκέψης. Αυτός ο τρόπος σκέψης αποτελεί το κυρίαρχο παράδειγμα σκέψης στο δυτικό πολιτισμό και επιτρέπει μια συγκεκριμένη κατανόηση του «άλλου». Είναι προφανές ότι στα πλαίσια της υποκειμενικά και με βάση τα δικά μας ερμηνευτικά σχήματα διαγνωσμένης ετερότητας παραδεχόμαστε σιωπηλά ότι ο δικός μας τρόπος σκέψης, τα δικά μας ερμηνευτικά σχήματα και προπάντων οι αξίες που αυτά στηρίζονται είναι ορθά, έχουν οικουμενική ισχύ και άρα μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την κατανόηση του «άλλου» (Δαμανάκης, 2000). Η τελευταία θεώρηση της ετερότητας εδράζει στην σχετικοκρατία των αξιών και των πρακτικών απόδοσης νοήματος και τοποθετεί την απαρχή της στον αντίποδα προσέγγισης του «άλλου» με βάση τις δικές μας οικουμενικές αξίες, βασιζόμενη, ως εκ τούτου, στην άποψη ότι οι αξίες είναι σχετικές, και επομένως στη λογική αυτής της σχετικότητας μπορεί να γίνει αποδεκτός ο «άλλος» ως μία από τις πολλές ετερότητες. Η λογική της σχετικότητας αυτής δεν μπορεί να αποτελέσει ωστόσο τη βάση για μια παιδαγωγική της διαπολιτισμικότητας και της συμπερίληψης, αν όλα παρουσιάζονται τόσο σχετικά ώστε να μην μπορούν να αναχθούν σε ένα στέρεο θεμέλιο, τη λυδία λίθο της διαπολιτισμικής παιδαγωγικής που είναι η αυτοστοχαστικότητα και ο μετασχηματιστικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης, της γνώσης και της μορφής ζωής της κοινωνίας εν γένει (Δαμανάκης, 2000). Στο αίτημα για αποτελεσματική και παραγωγική διαχείριση της ετερότητας έρχεται να δώσει απάντηση σε επίπεδο σχολείου η μετασχηματιστική διαπολιτισμική παιδαγωγική περιβεβλημένη από τον πολιτειακό πλουραλισμό. Η συγκρότηση του κράτους με το διαμεσολαβητικό ρόλο που επιτελεί η κοινωνία των πολιτών και η συμμετοχή στα τεκταινόμενα της κοινότητας του εμβαπτισμένου στην κολυμβήθρα της πολυπολιτισμικής ιδιότητας πολίτη, ενός πολυσυμμετοχικού, συνεργατικού και αναστοχαστικού πολίτη της κοινωνίας της διαπολιτισμικότητας συνιστά το πρόσφορο έδαφος για τη βίωση, την αναγνώριση, την αποδοχή και την παραγωγική επ? ωφελεία όλων αξιοποίηση της ετερότητας (Αρβανίτη, 2013). Η μετασχηματιστική εκπαίδευση κρίνεται σκόπιμο να εφαρμοστεί, ώστε οι μαθητές να εξοπλιστούν με διαπολιτισμικές στάσεις και δεξιότητες, που θα τους επιτρέψουν να αποδίδουν νόημα και να ερμηνεύουν την αλληλεξάρτηση των κοινωνιών και την κατασκευή των πάσης φύσεως ταυτοτήτων (Banks, 2008), εγκαινιάζοντας μια κριτική πολιτειακή παιδαγωγική που καλείται να εκπαιδεύσει για την ιδιότητα του κριτικού πολίτη με αξίες και προοπτικές του κοσμοπολιτισμού παρωθώντας ταυτόχρονα στην ανάληψη αυτοστοχαστικής ατομικής ή συλλογικής δράσης και πολιτικής συμμετοχής. Συμπερασματικά, το δίπολο του εμείς και οι άλλοι ως προανάκρουσμα και συνθήκη ανάδυσης της ετερότητας αναθεωρείται από τη συνδυαστική προσέγγιση του ?οι άλλοι στο εμείς? και ?εμείς στους άλλους? μορφοποιώντας κατά αυτόν τον τρόπο μια συνεκτική βάση για διαπολιτισμική ικανότητα απορρέουσα και απολήγουσα σε ένα διαπολιτισμικό κοινωνικό κεφάλαιο που θωρακίζει την ετερότητα με την παραγωγική διαφοροποίηση και την ταυτότητα με την πολυσυμμετοχικότητα και δημιουργεί γόνιμο έδαφος για την εδραίωση της αμοιβαιότητας και των συνεργειών και την ισότιμη ένταξη της διαφορετικότητας (Αρβανίτη, 2013). Η τελευταία συμπεριλαμβάνεται και αναδεικνύεται στον δημόσιο και κοινωνικό διάλογο που εξοστρακίζει το ρατσισμό και την ξενοφοβία οικοδομώντας μια κοινωνία της διασύνδεσης, της αλληλοσυσχέτισης τοπικού και παγκόσμιου και την κινητικότητα και ευέλικτη συμμετοχή σε πλείστα όσα διαφορετικά πολιτισμικά, κοινωνικά και εργασιακά περιβάλλοντα, όπου πρυτανεύει η δυνατότητα των ατόμων να διαδραματίζουν μεγαλύτερο συμμετοχικό ρόλο και να έχουν περισσότερη ισχύ στη διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού, γενόμενοι εν τέλει κοινωνικοί πρωταγωνιστές (Αρβανίτη, 2014).

Βιβλιογραφία

Αρβανίτη, Ε. (2013). Πολιτειακός πλουραλισμός, διαπολιτισμικότητα και μετασχηματιστική εκπαίδευση: Αναθεωρώντας το δίπολο ?εμείς? και ?οι άλλοι?. Επιστημονική Επετηρίδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 6, 90-123. Αρβανίτη, Ε. (2014). Διαπολιτισμικότητα και Πολιτισμικές Διαφορές στο Ετερότητα και Εκπαίδευση: Ζητήματα Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Ανακτήθηκε 28 Νοεμβρίου 2014, από https://eclass.upatras.gr/modules/document/document.php?course=PN1558&openDir=/544a5921Iyj3 Banks, J.A. (2008). Diversity, group identity, and citizenship education in a global age. Educational Researcher, 37(3), 129?139. Γκότοβος, Α. (2001). Οικουμενικότητα, ετερότητα και ταυτότητα: Η επαναδιαπραγμάτευση του νοήματος της παιδείας. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Γκότοβος, Α. (2002). Εκπαίδευση και ετερότητα: Ζητήματα Διαπολιτισμικής Παιδαγωγικής. Αθήνα: Μεταίχμιο. Δαμανάκης, Μ. (2000). Η πρόσληψη της διαπολιτισμικής προσέγγισης στην Ελλάδα. Επιστήμες της Αγωγής, 1-3, 3-23. Σιμόπουλος, Γ. (2014). Η διαπολιτισμική ικανότητα του εκπαιδευτή ενηλίκων: Μια έρευνα στο πεδίο της διδασκαλίας της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2014). Ανακτήθηκε 20 Νοεμβρίου 2014, από http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/handle/10889/7953

Ετερότητα είναι η αναγνώριση του διαφορετικού τρόπου ζωής, της διαφορετικής νοοτροπίας, της διαφορετικής σκέψης, η εκτίμηση και η αντίληψη της κάθε νοοτροπίας και των κάθε κοινωνικών λειτουργιών και προτύπων (εφόσον βέβαια δεχόμαστε το διαφορετικό ως κάτι ίσο και όχι ως κάτι κατώτερο ή ανώτερο)καθώς και η δεκτικότητα του διαφορετικού στοιχείου, του «ξένου» προς εμάς, όχι σαν κάτι το οποίο πρέπει να κριθεί και να σχολιαστεί (με βάση τα επιβεβλημένα κοινωνικά πρότυπα και όχι την γενική τοποθέτηση της προσωπικής μας άποψης), αλλά ως έχει, δηλαδή η δεκτικότητα ενός άλλου πολιτισμού και ανθρώπων διαφορετικών κοινωνικών ή και εμφανισιακών χαρακτηριστικών. Τέλος, ετερότητα είναι επίσης η κατάσταση στην οποία ένα άτομο αναγνωρίζει ότι είναι μοναδικά διαφορετικό από άλλους ανθρώπους.

Ετερότητα:Αποτελεί ελληνική απόδοση του όρου "alterity". Η ρίζα (ετερο-) προέρχεται από το λατινικό "alter" που σημαίνει ο άλλος από δύο άτομα και περιγράφει την κοινωνική κατασκευή του "εμείς" και οι "άλλοι". Με τον όρο ετερότητα οι ανθρωπολόγοι εννοούν το σύνολο των στοιχείων που τονίζουν ανθρώπινες ιδιομορφίες ή διαφορές. Στοιχεία όπως η καταγωγή, το φύλο, η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, ο πολιτισμός χαρακτηρίζουν ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων και την εντάσσουν σε ένα σύνολο το οποίο διαφοροποιείται (έναντι της πλειοψηφίας). Η ετερότητα αποτελεί συστατική συνιστώσα της ταυτότητας, καθώς η συγκρότηση και διαμόρφωση μιας ταυτότητας σημαίνει ότι ένα σύνολο μοιάζει και ταυτόχρονα διαφέρει από κάποιο άλλο.

Η ετερότητα προέρχεται από το ουσιαστικό "έτερος", που σημαίνει "άλλος". Συγκεκριμένα, ετερότητα είναι η αναγνώριση και η αποδοχή του "ξένου" στοιχείου προς τα εμάς. Η αποδοχή του διαφορετικού τρόπου ζωής, της διαφορετικής καταγωγής, της διαφορετικής νοοτροπίας,του διαφορετικού τρόπου σκέψης, των διαφορετικών κοινωνικών καταβολών και των διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Η αποδοχή αυτή ανάγεται στην ίση μεταχείριση του διαφορετικού και στην ένταξη του "εγώ" στο ευρύτερο "εμείς" στο πλαίσιο μίας συλλογικής ομάδας.

Ετερότητα είναι,επίσης,η κατάσταση στην οποία ένα άτομο αναγνωρίζει ότι είναι μοναδικά διαφορετικό από άλλους ανθρώπους. Ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες και τις σχέσεις ισχύος και εξουσίας, τις προοπτικές επιβίωσης ή ένταξης και ανέλιξης, οι μειονοτικές ομάδες απορρίπτουν ή ενεγκαλίζονται την ιδιότητά τους ως «άλλοι» στο πλαίσο αυτής της κοινωνικής δυναμικής των διακρίσεων, του αποκλεισμού και της διεκδίκησης δικαιωμάτων και ισότιμης κοινωνικής συμμετοχής.

Η έννοια της ετερότητας σχετίζεται με τον «έτερο», δηλαδή τον «άλλον», τον «διαφορετικό». Περιγράφει την κοινωνική κατασκευή του «εμείς» και του «άλλοι». Πρόκειται για ένα «εγώ» που αυτοπροσδιορίζεται με βάση την ιδιότητα του άλλου, ο οποίος είναι διαφορετικός, καθιστώντας έτσι την ταυτότητα του «εγώ» ως μοναδική. Η ετερότητα επίσης, έχει να κάνει με την παρουσία ποικίλων διαφορών σχετικά με τη γλώσσα, τη θρησκεία, το ετερογενές περιβάλλον προέλευσης, τον πολιτισμό, τις απόψεις, τους τρόπους ζωής κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ετερότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια φυσιολογική κατάσταση πάνω στην οποία μάλιστα μπορεί να «επενδύσει» κανείς και όχι ως κάτι το προβληματικό.