Διάλεξη 1η: Η αντιμετώπιση των ιστορικών τόπων μετά το Β παγκόσμιο πόλεμο. Θεωρητικές προσεγγίσεις, εξέλιξη αντιλήψεων.
 
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΕ
Τα ιστορικά σύνολα χαρακτηρίστηκαν για πρώτη φορά αντικείμενα ειδικής φροντίδας με το Χάρτη της Βενετίας (1964), με αναγνώριση της ιστορικής, πολιτιστικής και αισθητικής σημασίας τους, αναφερόμενα ως «μνημειακά σύνολα»: «Η έννοια ενός ιστορικού μνημείου δεν καλύπτει μόνο το μεμονωμένο αρχιτεκτονικό έργο αλλά και την αστική ή αγροτική τοποθεσία που μαρτυρεί έναν ιδιαίτερο πολιτισμό, μια ενδεικτική εξέλιξη ή ένα ιστορικό γεγονός», και «Τα μνημειακά σύνολα πρέπει να γίνουν αντικείμενο ειδικών φροντίδων..» (Αρχιτεκτονικά Θέματα 1975, μεταφρ. Ε. Φερεντίνου). Το Διεθνές Συνέδριο του Άμστερνταμ, το σημαντικότερο γεγονός του Έτους Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς 1975, διακήρυξε ότι «η αρχιτεκτονική κληρονομιά περιλαμβάνει όχι μόνο  μεμονωμένα κτήρια εξαιρετικής ποιότητας και το άμεσο περιβάλλον τους, αλλά επίσης ολόκληρες πόλεις ή χωριά ιστορικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος», κάνοντας έκτοτε την αρχιτεκτονική κληρονομιά ως έναν από τους κύριους στόχους του αστικού σχεδιασμού και της χωροταξίας. Το 1985 ο στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης της ΕΕ είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή της Σύμβασης της Γρανάδας «Για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης», περιλαμβάνοντας τα «αρχιτεκτονικά σύνολα» και «τόπους», η οποία θεσμοθετήθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο με το ν. 2039/92.
 
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Αν τα μεμονωμένα μνημεία στη χώρα μας έγιναν αντικείμενο προστασίας από το κράτος πολύ νωρίς, αντίθετα, τα πολεοδομικά σύνολα έγιναν στόχος προγραμμάτων οικιστικής ανάπτυξης, μέσω ρυμοτομικών σχεδίων που προέβλεπαν διανοίξεις και διαπλατύνσεις οδών μέσα στα ιστορικά κέντρα χορείας πόλεων τόσο στο μεσοπόλεμο όσο και στα χρόνια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Το πρόβλημα της επιβίωσης των οικισμών της χώρας με ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον ήρθε στο προσκήνιο μόλις πριν λίγες δεκαετίες, δίνοντας στους ειδικούς επιστήμονες τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις θέσεις τους. Τα όσα έχουν επιτευχθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια στη χώρα μας αποτελούν ένα σημαντικό έργο, δεδομένου ότι μέχρι τη δεκαετία του 1970 η ελληνική νομοθεσία δεν προέβλεπε κανένα επιστημονικό ή διοικητικό μέτρο ενεργητικής προστασίας. Σταθμός για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην Ελλάδα είναι το 1975, έτος της Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς. Η μεγάλη προσπάθεια αυτογνωσίας, που συνέπεσε χρονικά με τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είχε γόνιμα αποτελέσματα. Όσα σήμερα θεωρούνται δεδομένα στους τομείς της προστασίας της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και των παραδοσιακών οικισμών από εκείνο το έτος ξεκινούν. Αν μέχρι τη δεκαετία του 1970 οι συνήθεις τρόποι επέμβασης στην πόλη ήταν οι διανοίξεις και διαπλατύνσεις δρόμων με την συνακόλουθη κερδοσκοπία λόγω της συνεχούς αύξησης του ύψους των νέων οικοδομών, ο νέος τρόπος επέμβασης μέσω της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς άλλαξε την κατάσταση. Το παλαιό έπαψε να ταυτίζεται με το παρωχημένο, οι νέες αναπλάσεις έγιναν προσοδοφόρες, αλλάζοντας τους χάρτες των πόλεων. Ένας καινούργιος κόσμος δημιουργήθηκε στο ΥΠΠΟ, το ΥΠΕΧΩΔΕ, σε άλλους δημόσιους και κυρίως ιδιωτικούς φορείς.
 
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στη χώρα μας τα μεμονωμένα κτήρια αντιμετωπίστηκαν από το 1932, με το ν. 5351/32 «Περί αρχαιοτήτων». Ωστόσο ο νόμος αυτός αφορούσε τα αρχαία μνημεία και τα παλαιότερα του 1830 καλλιτεχνικά και ιστορικά μνημεία και οικοδομήματα, και όχι οικιστικά σύνολα. Το 1950 με το ν. 1469/50 «Περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830» διευρύνεται χρονικά η προστασία και αφορά εκτός από μνημεία, και τόπους ιστορικούς και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους. Για δεκαετίες αυτοί οι νόμοι, αρμόδιο για την εφαρμογή των οποίων ήταν το Υπουργείο Πολιτισμού, αποτελούσαν τα κύρια εργαλεία προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αποσκοπώντας ωστόσο στη μουσειακή προστασία του κτηρίου και όχι του οικιστικού συνόλου. Οι οικισμοί προστατεύονταν μόνο μέσω του αρχιτεκτονικού ελέγχου των κελυφών (ΓΟΚ/55). Με τον ΓΟΚ/1973 θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά όροι και περιορισμοί προστασίας και διατήρησης παραδοσιακών αρχιτεκτονικών συνόλων και κτηρίων. Σταδιακά, το ζητούμενο έγινε όχι μόνο η αποτροπή των κατεδαφίσεων και η αποκατάσταση της παλαιάς μορφής, αλλά η ανάπλαση του μνημείου με τον περιβάλλοντα χώρο του ή του ιστορικού συνόλου, η απόδοση χρήσης και η οργανική ένταξή του στο χώρο. Το σύνθημα του Διεθνούς Συνεδρίου του Άμστερνταμ του 1975 «ένα μέλλον για το παρελθόν» βρήκε έκφραση στην ελληνική νομοθεσία με σειρά νομοθετημάτων. Η εξέλιξη της προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς χαρακτηρίζεται από συνεχή διεύρυνση του αντικειμένου και του περιεχομένου της προστασίας. Από τα αρχαία μνημεία επεκτάθηκε σταδιακά στον περιβάλλοντα χώρο τους, σε οικιστικά σύνολα και σε ιστορικά τοπία. Η νομοθεσία στοχεύει πλέον όχι μόνο στη διάσωση αλλά και στην αναβίωση.  Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, συναρμόδιο με το Υπουργείο Πολιτισμού για θέματα προστασίας  έγινε το νεοϊδρυθέν Υπουργείο ΧOΠ (μεταγενέστερα ΠΕΧΩΔΕ και σήμερα ΥΠΕΚΑ), το οποίο εξέδωσε το Π.Δ. της 19/10/78, με το οποίο χαρακτηρίστηκαν ως παραδοσιακοί 400 περίπου οικισμοί της χώρας, καθορίστηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης, ειδικοί μορφολογικοί όροι, και επιβλήθηκε ο έλεγχος από τις Επιτροπές Ενασκήσεως Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (σήμερα Επιτροπές Πολεοδομικού και Αρχιτεκτονικού Ελέγχου). Έκτοτε ο αριθμός των χαρακτηρισμένων παραδοσιακών οικισμών έχει αυξηθεί κατά πολύ.
Ακολούθησαν:
O οικιστικός νόμος (ν. 1337/83), στον οποίο τέθηκαν οι προϋποθέσεις και ορίστηκαν οι διαδικασίες για την εκπόνηση και έγκριση ειδικών μελετών που αφορούν παραδοσιακά σύνολα, οικισμούς, ζώνες προστασίας.
O  ΓOΚ/85, όπως τροποποιήθηκε το 2000, στον οποίο προβλέπεται η διαδικασία χαρακτηρισμού οικισμών ή τμημάτων τους ως παραδοσιακών και κτηρίων ως διατηρητέων.
Το Π.Δ της 28/4/88 «περί διατήρησης, επισκευής ή αποκατάστασης αρχιτεκτονικών και στατικών στοιχείων διατηρητέων κτηρίων», το οποίο προβλέπει αυστηρές κυρώσεις για τις αυθαίρετες καταστροφές διατηρητέων και παραδοσιακών κτισμάτων εντός παραδοσιακών οικισμών.
Τα ζητήματα των αναπλάσεων ιστορικών συνόλων ρυθμίστηκαν κατά την αναθεώρηση του πολεοδομικού και χωροταξικού θεσμικού πλαισίου με τους ν. 2508/97 και  2742/99 αντίστοιχα.